κατακλητικόν

κατακλητικόν
κατακλητικός
for invoking
masc acc sg
κατακλητικός
for invoking
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακλητικός — κατακλητικός, ή, όν (Α) [κατακαλώ] 1. αυτός που γίνεται για επίκληση τών θεών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατακλητικόν επωδή για επίκληση θεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”